Μια κάμαρα
Και να που
πρέπει να ξαναρχίσω
να χτίζω απ’
τα χαλάσματα
που
σωρός φρέσκο χώμα και πέτρες
σκορπίζουν
ολόγυρα - στεριανά.
Το κάστρο
έπεσε! Ήσυχα – δίχως πάταγο.
Ένα – δυό
ντουβάρια με τις πέτρες
να χάσκουν
ζαλισμένες στο μισόφωτο
έμειναν να
θυμίζουν μάχες και θρύλους.
Αργά μες το
ανοιξιάτικο βράδυ
σκύβω να
μαζέψω δύσθυμα
μια σανίδα
εδώ – ένα δοκό εκεί
να αρχίσω να
χτίζω μια κάμαρα πλέουσα.
Μια κάμαρα αμπάσα, ορθόπλωρη
να κρύψω
μέσα την ψυχή μου.
Στα σκοτεινά
να γλύψω τις πληγές μου
να μπαλώσω, να
καλαφατίσω, να καρφώσω.
Σκόρπια
χαρτιά στροβιλίζονται.
Αρπάζω ότι
μπορώ να σώσω, να σκεπάσω.
Η Καρχηδόνα
έπεσε, κάηκε και γυμνώθηκε,
μαύρισε και τ’
απομεινάρια καπνίζουν.
Τούτο το
κάστρο δεν έπεσε με μάχη
μήτε
στρατιώτες κλάγκισαν σπαθιά.
Στα τείχη
στέκονταν γελώντας
κι
ορθάνοιξαν τις πόρτες καλωσορίζοντας.
Ξυπόλυτες με
λουλούδια στα μαλλιά
Χόρευαν στον
δρόμο οι όμορφες.
Οι
στρατιώτες άφησαν τα όπλα
Και πίναν
γλυκό κρασί αγκαλιασμένοι.
Το κάστρο
ολόφωτο έστεκε στα βράχια
πάνω απ΄την
θάλασσα με τα φλάμπουρα.
Ο δρόμος του
φεγγαριού ένωνε με το κάστρο
Κι ο
πειρατής με την μεγάλη στολή χαιρόταν.
Κούρσεψα τον κόσμο - έμαθα
πιείτε το
γλυκό κρασί γλεντήστε
η ψυχή μου
γέμισε – γιορτάζει
το άλλο της
μισό που ‘χε χαμένο.
Και ξάφνου
με μάτια κόκκινα
σαν τότε
στην Αρζεντιέρα
ατσάλι –
φωτιά – αχός!
Εάλω η πόλη
– Εάλω.
Λάμνε –
λάμνε πειρατή μακριά.
Στην θάλασσα
κάρφωσε κάμαρα
με μουσαμά
ξύλο και πίσσα,
καταμεσής
του Πασίφικου.
Αγάντα –
όρτσα ανάθεμα στην φάρα σου
την
θαλασσοπνιγμένη – φουρτούνα είναι
κι αν σε
πιεί – μοίρα είναι του ναύτη,
να ανταμωθεί
στο πέλαγο με το στοιχειό.
Son of a long lost pirate